Κεϋλάνη

Κεϋλάνη
Παλαιότερη ονομασία του νησιωτικού ασιατικού κράτους Σρι Λάνκα (βλ. λ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Μπέικερ, Σάμουελ Γουάιτ — (Sir Samuel White Baker, 1821 – 1893). Άγγλος εξερευνητής. Σπούδασε στην Αγγλία και στη Γερμανία. Το 1846 ταξίδεψε στη Σρι Λάνκα, τότε Κεϋλάνη, όπου ίδρυσε αγροτική εγκατάσταση. Κατά τη διάρκεια της οκταετούς παραμονής του εκεί επιχείρησε… …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • κοινοπολιτεία — (Commonwealth). Αγγλικός όρος με σημασία ανάλογη προς το λατινικό respublica (δημοκρατία). Χρησιμοποιήθηκε από τις αρχές του 16ου αι., αλλά διαδόθηκε περισσότερο τον 17o αι., κατά τη διάρκεια της πάλης μεταξύ του αγγλικού κοινοβουλίου και της… …   Dictionary of Greek

  • υδροσάπφειρος — ο, Ν (ορυκτ.) ποικιλία τού κορδιερίτη, πολύτιμος λίθος που απαντά στην Κεϋλάνη υπό μορφή κροκαλών. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο) * + σάπφειρος. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Αν. Κορδέλλα] …   Dictionary of Greek

  • αλμανδίνης — Ορυκτό με βαθύ κόκκινο χρώμα, παραλλαγή του γρανίτη που βρίσκεται συχνά στα μεταμορφωσιγενή αλπικά πετρώματα και σπανιότερα σε εκρηξιγενή. Ο χημικός του τύπος είναι Fe3Al2(SiO4)3. Χρησιμοποιείται ως πολύτιμος λίθος και οι ωραιότεροι κρύσταλλοί… …   Dictionary of Greek

  • Αμιέν — (Amiens).Πόλη (139.210 κάτ. το 1999) της βόρειας Γαλλίας, πρωτεύουσα του νομού Σομ (6.170 τ. χλμ., 555.551 κάτ.) και έδρα επισκοπής από τον 4ο αι. Είναι χτισμένη στην αριστερή όχθη του ποταμού Σομ, όπως υποδηλώνει και το γαλατικό όνομά της,… …   Dictionary of Greek

  • Αραμπί πασάς — (1839 – 1911).Αξιωματικός του αιγυπτιακού στρατού, γνωστός και ως Όραμπι. O Α.π. έπαιξε αποφασιστικό ρόλο ως αρχηγός της εθνικιστικής αραβικής πολιτικής μερίδας στην καθαίρεση του χεδίβη (αντιβασιλέα) Ισμαήλ πασά (1879). Στα χρόνια του χεδίβη… …   Dictionary of Greek

  • Ασία — I Mία από τις πέντε ηπείρους. Βρίσκεται ολόκληρη σχεδόν στο βόρειο ημισφαίριο, και από γεωμορφολογική άποψη αποτελεί με την Ευρώπη αδιαχώριστη ενότητα, στην οποία δίνεται η ονομασία Ευρασία. H Α. είναι η μεγαλύτερη από όλες τις ηπείρους. Καλύπτει …   Dictionary of Greek

  • Άτλι, Ρίτσαρντ — (Richard Attlee, Λονδίνο 1883 – 1967). Άγγλος πολιτικός. Αφού πρώτα ανέπτυξε δράση στις γραμμές της σοσιαλιστικής οργάνωσης Φαβιανή Εταιρεία έκανε για πρώτη φορά την εμφάνισή του στον πολιτικό στίβο με την εκλογή του ως βουλευτή του Εργατικού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”